- επιχάλκωμα
- τοεπένδυση ενός αντικειμένου με χαλκό ή ορείχαλκο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιχάλκωμα — το, ατος 1. η επένδυση αντικειμένου με χαλκό, η επιχάλκωση, το μπακίρωμα. 2. το χάλκινο επικάλυμμα αντικειμένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιχάλκωση — η 1. επιχάλκωμα (βλ. λ.). 2. η επικάλυψη μετάλλινων ή γύψινων αντικειμένων με λεπτό στρώμα χαλκού, η οποία γίνεται με ηλεκτρόλυση, το γαλβάνισμα. 3. το φαινόμενο του σχηματισμού χάλκινου στρώματος στην κάννη των πυροβόλων όπλων. 4. η εργασία για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)